πλῆθος

πλῆθος
πλῆθος, εος, τό, [dialect] Dor. and Arc. [full] πλῆθος Schwyzer 84.8, al. (Argive, found in Crete, v B.C.), IG5(2).6.20 (Tegea, iv B.C.), etc.; [dialect] Boeot. [full] πλεῖθος ib.7.3171.46 (Orchom. [dialect] Boeot.); pseudo-[dialect] Dor. and pseudo-[dialect] Aeol. [full] πλᾶθος GDI5176.21 ([place name] Crete), IGRom.4.1302.18 (Cyme, i B.C./ i A.D.), Hippod. ap. Stob.4.1.93: (πλήθω,
A v. πίμπλημι):—great number, multitude, esp. of people, Il.17.330, Hdt.7.49, etc.; στρατοῦ π., periphr. for στρατὸς πολύς, Id.9.73; ὡς πλήθει for the mass of men, Pl.R.389d.
2 τὸ π. the greater number, the mass, main body,

τὸ π. τοῦ στρατοῦ Hdt.1.82

, cf. 5.92; τὸ π. τῆς ψυχῆς the largest part of . . , Pl.Lg.689a: as Noun of Multitude with pl. Verb,

Ἀθηναίων τὸ π. οἴονται Th.1.20

; τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν the majority, ib.
125, cf. X.Cyr.2.4.20; τῷ π. by a majority, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.): hence, people, population,

σμικρὸν τὸ π. τῆσδε γῆς E.Ph.715

.
b the commons, Th. 1.9, etc.;

ἡ τοῦ π. ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Pl.Plt.291d

;

ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Hdt.3.81

: freq. of the popular assembly, τὸ ὑμέτερον π., τὸ π. τὸ ὑμέτερον, Lys.12.42, Pl.Ap.31c; Ἐρυθραίων τῷ π., Ἀθηναίων τοῦ π., IG12.10.21, 22; = Lat. plebs, Plb.6.15.11, D.S.12.25, D.H.4.71; also, association, corporation, or guild,

τὸ π. τὸ Ἁλιαδᾶν IG 12(1).155.6

, 156.5 ([place name] Rhodes);

τὸ τῶν Πανιαστῶν π. IGRom.4.1680

(Pergam.);

τὸ π. τῶν ἱερέων OGI56.24

(Canopus, iii B.C.);

π. τῶν ἁλιέων PSI5.498.2

(iii B.C.);

τὸ π. τῶν μαχαιροφόρων OGI737

(Memphis, ii B.C.); opp. αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Th.5.84; but also, populace, mob, opp. δῆμος (commons), X.Ath.2.18, App.BC1.10: also in pl., πείθειν τὰ π. the masses, Pl.Grg.452e, cf. Sph.268b;

ὃ πᾶσι . . σωτήριον, μάλιστα δὲ τοῖς π. πρὸς τοὺς τυράννους D.6.24

;

φιλόσοφον . . π. ἀδύνατον εἶναι Pl.R.494a

.
II quantity or number,

πόσον π. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; A.Pers.334

;

τῆς σῆς δυνάμεως τί φῂς π. εἶναι; X.Cyr.2.1.6

;

ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Th.2.98

;

ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων Id.3.74

;

τῷ π. αὐτῶν καταπλαγέντες Id.4.10

;

πλήθεϊ πολλοί Hdt.3.11

, cf. 6.44;

σὺν πλήθει χερῶν S.OT123

;

πλήθει παρόντες

in force,

Th.8.22

: abs. in acc.,

κόσοι πλῆθος Hdt.1.153

;

πόσοι τὸ π.; Diph.17.1

;

ἐρέται . . π. ἀνάριθμοι A.Pers.40

(anap.);

π. ὡς δισχίλιοι X.An.4.2.2

;

ἄπειρα τὸ π. Id.Mem.1.1.14

;

ἄπειρα καὶ π. καὶ σμικρότητα Anaxag.1

;

π. τι πάμπολυ φθειρῶν IG42(1).122.45

, cf. 32 (Epid., iv B.C.).
III magnitude, size, or extent, [

ὄρος] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον Hdt.1.203

; πεδίον πλῆθος ἄπειρον ib.204;

ἡ ἐρῆμος . . ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ Id.4.123

;

π. χώρας καὶ ἀνθρώπων X.An.1.5.9

.
2 in [dialect] Att., of quantity or amount,

διὰ π. τῆς ζημίας Th.3.70

;

χρημάτων π. Id.1.9

;

διὰ πλῆθος οὐσίας Pl.R.591e

, cf. Arist.Pol.1279a19;

ταῦτα οὐδέν ἐστι πλήθει οὐδὲ μεγέθει πρὸς ἐκεῖνα Pl.R.614a

;

μετὰ πλήθους ἱδρῶτος

multa sudans,

Id.Ti.84e

;

τὸ π. τοῦ ῥεύματος Plb.1.75.5

; τὸ παρακείμενον π. the amount entered against each, Ostr.Bodl.i 252 (ii B.C.); of money,

τὸ ἴσον π. TAM2.526

([place name] Pinara): in pl., quantities,

ἐμβρύων Cratin.326

;

θαυμαστὸν ὅσ' ἐστ' ἀγαθῶν π. Mnesim.4.51

(anap.);

οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι D.C.52.30

, cf. 10.
3 more than enough,

π. φέρειν LXXEx.36.5

.
4 plurality, opp. ἕν, Dam.Pr.45.
IV of Time, length,

χρόνου Th.1.1

, Pl.Tht.158d, Isoc.12.180
;

π. ἐτῶν Ar.Nu.855

;

πλήθει πολλῶν μηνῶν S.Ph.722

(lyr.).
V with Preps., or Advbs.,

ἐς π.

in great numbers,

Th.1.14

; κατὰ πλῆθος a large number at a time, IG12.6.112;

ὡς ἐπὶ τὸ π.

usually, mostly,

Pl.Phdr.275b

;

ὡς ἐπὶ τὸ π. εἰπεῖν Arist.GA786a35

;

κατὰ π. D.H.6.67

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλῆθος — great number neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… …   Dictionary of Greek

  • πλήθος — το ους, μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πλᾶθος — πλῆθος great number neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”